- τρεχάλα
- η, Ν1. τρέξιμο2. (ως επίρρ.) τρέχοντας, δρομαίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -αλα, κατά το πηλάλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρεχάλα — η 1. τρέξιμο, πιλάλα. 2. επίρρ., γρήγορα, τρέχοντας: Να γυρίσεις τρεχάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρεχαλητό — το, Ν τρεχάλα, τρέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεχάλα + κατάλ. ητό (πρβλ. χασμουρ ητό)] … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
τρεχιό — το, Ν τρέξιμο, τρεχάλα, τρεχαλητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. < ρ. τρέχω (πρβλ. φεύγω: φευγιό)] … Dictionary of Greek
πιλάλα — η τρέξιμο, τρεχάλα, καλπασμός: Έκανα μια πιλάλα κι έφτασα πρώτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρέξιμο,το — τρέξιμο, το 1. ταχύτατο βάδισμα, τρεχάλα. 2. ροή, εκροή, χύσιμο: Το τρέξιμο του νερού. 3. πληθ., τρεξίματα τρεχάματα, σύντονες ενέργειες για σπουδαία υπόθεση: Ο διορισμός του χρειάζεται τρεξίματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρέχω — έτρεξα και έδραμα 1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις. 2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει. 3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρεχαλητό — το τρεχάλα, τρέξιμο, τρεχιό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρεχιό — το τρέξιμο, τρεχάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)